κυήματος

κυήματος
κύημα
that which is conceived
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • εμπέδωση — η (Α ἐμπέδωσις) 1. σταθεροποίηση, παγίωση («εμπέδωση τού μαθήματος», «εμπέδωση τής καταστάσεως») 2. (στη μαιευτική) το πέρασμα τού κεφαλιού τού κυήματος από το ανώτερο στόμιο τής πυέλου αρχ. διατήρηση, φύλαξη …   Dictionary of Greek

  • εξελκυσμός — ο (Α ἐξελκυσμός) ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών αρχ. 1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση 2. μετακίνηση …   Dictionary of Greek

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • αντισυλληπτικά — Χημικές ουσίες ορμονικής φύσης που όταν λαμβάνονται από το στόμα παρεμποδίζουν τη σύλληψη κυήματος. Η εφαρμογή των α. ξεκινά από την παρατήρηση που έγινε το 1940, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τα φυσικά και τα συνθετικά οιστρογόνα προκαλούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”